αποσιωπητικός

αποσιωπητικός
-ή, -ό
αυτός που είναι χρήσιμος στην αποσιώπηση· ο πληθ. του ουδ. ως ουσ., τα αποσιωπητικά (...), τρεις τελείες που φανερώνουν αποσιώπηση ή διακοπή στο γραπτό λόγο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αποσιωπητικός — ή, ό 1. αυτός που αποσιωπά κάτι ή που χρησιμεύει για την αποσιώπηση 2. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τὰ ἀποσιωπητικά τρεις στιγμές (...) που τίθενται μετά από κάποια λέξη του γραπτού λόγου για να δηλώσουν την παράλειψη λέξεων ή φράσεων που εύκολα μπορούν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”